- ακρυστάλλωτος.
- η, ο [ος , ον ]1) некристаллизованный; 2) незасахаренный (о варенье и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακρυστάλλωτος — η, ο [κρυσταλλώνω] (συνήθως για γλυκίσματα που παρασκευάζονται σε υγρή κατάσταση) αυτός που δεν κρυστάλλωσε, δεν σχημάτισε κρυστάλλους … Dictionary of Greek
ακρυστάλλωτος — η, ο αυτός που δεν είναι κρυσταλλωμένος: Το σιρόπι του γλυκού σου είναι ακρυστάλλωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)